μελανόφαια

μελανόφαια
μελανόφαιος
dark grey
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελανόφαιος — μελανόφαιος, ον (Α) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ μαύρου και γκρίζου, γκριζόμαυρος («σύκων ὀνόματα... λευκόφαια μελανόφαια», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φαιός (πρβλ. λευκό φαιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”